- ξυσμάτιον
- ξυσ-μάτιον, τό, Dim. of ξῦσμα I. Ic, Hp.Epid.7.84.2 ξ. ὀθόνης strip of linen, Aët.8.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυσμάτιον — ξυσμάτιον, τὸ (Α) [ξύσμα] (υποκορ. τού ξύσμα) 1. μικρό κομμάτι κρέατος που έχει αποκοπεί με ξύσιμο, ξέσμα 2. φρ. «ξυσμάτιον οθόνης» το ξαντό … Dictionary of Greek
ξυσμάτιον — strip neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυσματίου — ξυσμάτιον strip neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυσμάτια — ξυσμάτιον strip neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)